Καλπαζοντας Αγαπημενοι

 

"Καλπάζοντας Αγαπημένοι"

Η χρυσοκόκκινη σημαία χόρευε στον άνεμο, με το κατάλευκο κριάρι να δεσπόζει μεγαλόπρεπα στο κέντρο της. Το μπαλκόνι του δωματίου μας στο πανέμορφο, νεοκλασικό ξενοδοχείο βρισκόταν στον 5ο όροφο και, καθώς οι περισσότερες πολυκατοικίες εκεί δεν φτάνουν πάνω απ'τον 4ο, είχαμε πανοραμική θέα της Σιένας.

Την πρώτη ημέρα των διακοπών μας αποφασίσαμε να περιηγηθούμε στα μεσαιωνικά χωριά και στα παραδοσιακά οινοποιεία της Τοσκάνης. Κατά τη διάρκεια της εκδρομής μας επισκεφτήκαμε το υπέροχο San Gimignano με τα μουσεία βασανιστηρίων, το γραφικό Monterigioni με τα πανύψηλα, πέτρινα τείχη και το παραδοσιακό οινοποιείο Corte di Valle.

Εκεί δοκιμάσαμε τρεις ποικιλίες κόκκινου κρασιού και γνωρίσαμε τον ιδιοκτήτη του οινοποιείου, τον Αλφρέντο. Αφού μας έκανε μια μικρή εξήγηση της παραγωγής με τα εκπληκτικά αγγλικά του, οι γονείς μου έμειναν να συζήσουν μαζί του, κι εγώ βγήκα να εξερευνήσω τους αμπελώνες και τα κελάρια.

Καθώς κατέβαινα τα σκαλιά για το τρίτο κελάρι, άκουσα μία φωνή. Με τα λίγα ιταλικά που ήξερα κατάλαβα πως ένα αγόρι προσπαθούσε να καθυσηχάσει κάποιον. Πλησίασα αθόρυβα και είδα ένα μικρό σκυλάκι πεσμένο στο έδαφος με ένα μορφασμό πόνου στη φατσούλα του. Το αγόρι, μόλις κατάλαβε πως δεν ήταν μόνος, σήκωσε τη ματιά του και με αντίκρισε. Για ένα απειροελάχιστο δευτερόλεπτο μείναμε έτσι, κοιτώντας ο ένας τον άλλο. Τελικά εκείνος πήρε το κουτάβι στην αγκαλιά του και μου συστήθηκε.

Ο Κάρλος ήταν ένα ψηλό αγόρι 15 ετών με σγουρά, καστανόξανθα, καρέ μαλλιά και ένα πανέμορφο ζευγάρι εκφραστικά, καταπράσινα μάτια που λαμπύριζαν σαν σμαράγδια στο ημίφως του υπόγειου κελαριού. Η φωνή του, ζεστή και απαλή, σου έδινε ένα βαθύ αίσθημα ασφάλειας και αγαλίασης.

Συστηθήκα με τη σειρά μου και εξήγησα πως ήμουν ελληνίδα. Εκείνος με καλωσόρισε με ένα πλατύ χαμόγελο και προσφέρθηκε να με ξεναγήσει. Κάναμε πολλές βόλτες στο κτήμα και στα κελάρια. Παρακολουθούσα προσηλωμένη τον Κάρλος καθώς μου εξηγούσε πως γινόταν η παραγωγή του κρασιού και τις χρήσεις κάθε περίεργου μηχανήματος που υπήρχε στις αποθήκες. Αφοσιωθήκαμε τόσο πολύ στην κουβέντα μας που δεν καταλάβαμε πόσο γρήγορα βράδιασε.

Ο Αλφρέντο μας προσκάλεσε να δειπνήσουμε όλοι μαζί στον κήπο του σπιτιού του. Αφού γευτήκαμε τη χειροποίητη μακαρονάδα του και πειστήκαμε τελικά από τον Κάρλο να τους ξαναεπισκεφτούμε την επόμενη μέρα, γυρίσαμε στη Σιένα.

Την επόμενη μέρα πήγαμε πάλι στο οινοποιείο ντυμένοι σύμφωνα με τις οδηγίες του Αλφρέντο. Παππούς και εγγονός μας υποδέχτηκαν θερμά και μας οδήγησαν στο αγροτικό τους. Εγώ κι ο Κάρλος μπήκαμε στην καρότσα και ο Αλφρέντο και οι γονείς μου μπήκαν μέσα. Ήταν πολύ διασκεδαστικό κάθε φορά που πέφταμε σε λακούβες αλλά οι στροφές δεν ήταν ιδιαίτερα ευχάριστες καθώς έπρεπε να κρατιόμαστε με όλη μας τη δύναμη από τα χερούλια. Μια δυο φορές που δεν προλάβαμε να πιαστούμε εγκαίρως πέσαμε ο ένας πάνω στον άλλο με τόση φόρα που όταν κατεβήκαμε μας πονούσε όλο μας το σώμα. Παρ'όλ'αυτά όμως άξιζε η ταλαιπωρία.

Η φάρμα του Αλφρέντο βρισκόταν στην πλαγιά ενός μεγάλου βουνού, στο κέντρο ενός καταπράσινου δάσους. Για μια στιγμή καθώς παρατηρούσαμε τους αμπελώνες που απλώνονταν στους πρόποδες ήταν λες και σιγαλιά απλώθηκε παντού, λες και ησύχασε η πλάση.

Ο Αλφρέντο με τους γονείς μου πήγαν να μιλήσουν και να πιουν ένα κρασί και ο Κάρλος με πήρε για να μου δείξει τους στάβλους. Μπήκα μέσα και τί να δω! Έξι χωρίσματα με ένα άλογο στο καθένα. «Σέλωσε τον καφετί επιβήτορα. Πάμε βόλτα.», με πρόσταξε ο Κάρλος κι εγώ υπάκουσα. Το ζώο ήταν πολύ ήρεμο και δεκτικό. Σε 15, το πολύ, λεπτά περπατάγαμε στο δάσος.

Ο Κάρλος ήταν πολύ ευχάριστη παρέα και ήξερε πότε να κάνει παύσεις στο λόγο του για να μου δώσει το χρόνο να απολαύσω το περιβάλλον γύρω μας. Τώρα ήμασταν πλέον στην καρδιά του δάσους, όπου το φύλλωμα των δέντρων ήταν πολύ πυκνό και επιλεκτικό ως προς τις αχτίδες φωτός που θα άφηνε να το διαπεράσουν. Οι φωνές των τζιτζικιών σε συνδυασμό με τα τραγούδια των πουλιών ήταν η ωραιότερη μελωδία στον κόσμο, αυτό όμως μπορεί να το επιβεβαιώσει μόνο όποιος είχε κάποτε την τύχη να την ακούσει.

«Φτάσαμε» άκουσα κάποιον να λέει, μα δεν κατάλαβα ποιός ήταν, δεν πρόσεχα. Είχα μαγευτεί απ'το τοπίο. Κάμπος. Απέραντος κάμπος με μικρά λοφάκια εδώ κι εκεί. Σαν μια μεγάλη πράσινη θάλασσα που τη φυσάει ο μπάτης και τα νερά της δεν κυματίζουν ούτε λίγο, ούτε πολύ. Ένας τόπος μυθικής, απερίγραπτης ομορφιάς που θα μείνει για πάντα αποτυπωμένος στη μνήμη μου.

«Θέλω να σου πω κάτι» είπε τότε ο Κάρλος και χωρίς να περιμένει απάντηση άρχισε να μου μιλάει. Μου είπε για τον παππού του που δεν μπορούσε πλέον να κάνει πολλές δουλειές κι έτσι είχαν λιγότερα έσοδα. Μετά μου είπε πως δεν τους έφταναν τα χρήματα για να συντηρούν όλα τα άλογα, τη φάρμα και το οινοποιείο κι έτσι θα τα πουλούσαν. Έκανε μια μεγάλη παύση. Οι ώμοι του τραντάζονταν. Κρυστάλλινα δάκρυα στόλισαν τα κυπαρισσένια μάτια του κι έπειτα ξέφυγαν απ'τα βλέφαρά του και κύλησαν στα κατακόκκινά του μάγουλα.

Δεν έκατσα να το σκεφτώ. Τον αγκάλιασα. Ένιωσα τους ώμους του να χαλαρώνουν ώσπου ηρέμησε. «Λυπάμαι» του είπα σιγανά. «Δεν θέλω να λυπάσαι. Θέλω να πάρεις τον Πίλγκριμ. Για να είναι ευτυχισμένος.». Μου είπε πως είδε τον τρόπο που τον χειρίστηκα και πως είχα έναν τρόπο να «μιλάω» στο ζώο. Να το κάνω να με εμπιστεύεται.

«Όχι.». «Τί όχι;». «Δεν θα τον πάρω» του είπα. «Θα σε βοηθήσω να σώσεις τη φάρμα. Και μαζί και τα άλογα.». Χαμογέλασε. «Ε τότε, έχουμε δουλειά να κάνουμε!» μου απάντησε. «Οι Εθνικοί Αγώνες Ιππασίας είναι το επόμενο Σάββατο. Έχουμε λοιπόν δεκαπέντε μέρες μπροστά μας. Πίσω απ'τη φάρμα έχει έναν παλιό στίβο με εμπόδια. Εκεί μπορούμε να προπονηθούμε. Μάλιστα, ας αρχίσουμε σήμερα.».

Κι έτσι κι έγινε, περάσαμε όλη την υπόλοιπη μέρα επισκευάζοντας το χώρο προπόνησής μας. Όταν επιτέλους τελειώσαμε, τα χέρια μας ήταν γρατσουνισμένα, και κατακόκκινα όπως τα πρόσωπά μας. Μόνο που εκείνα φωτίζονταν από δυο πλατιά χαμόγελα.

Για τις επόμενες δύο εβδομάδες δουλεύαμε σκληρά. Πηδούσα τα εμπόδια το ένα μετά το άλλο, ξανά και ξανά και ξανά. Οι οπλές χτυπούσαν το έδαφος, η χαίτη τού Πίλγκριμ ανέμιζε μπροστά μου, ο αγέρας μού χάιδευε στοργικά το πρόσωπο και... πετούσα! Πετούσα καβάλα στον άνεμο και κανείς δεν μπορούσε να με σταματήσει. Ήμουν ανίκητη, ήμουν δυνατή, ήμουν ελεύθερη. Ήμουν εγώ.

Οι δεκαπέντε μέρες πέρασαν αστραπιαία. Κι έτσι βρέθηκα τη νύχτα πριν τον αγώνα να περπατώ στους δρόμους της Σιένας με τον Κάρλο. «Ξέρεις, ήταν μοιραίο να συναντηθούμε.», είπε. «Το αισθάνομαι. Δεν θα χαθούμε. Αρκεί..». Σταμάτησε. Με κοίταξε κατευθείαν μέσα στα μάτια. Τα δικά του, άστραφταν φωτεινότερα από κάθε αστέρι στο ουράνιο στερέωμα. «Στο υπόσχομαι.».

Ξύπνησα το χάραμα απ'το φως που τρύπωσε στο δωμάτιό μου μέσα απ'τις μισάνοιχτες κουρτίνες. Η μεγάλη μέρα είχε φτάσει. Ταξιδέψαμε για 3 ώρες, ώσπου φτάσαμε στο χωριό έξω απ'τη Ρώμη όπου γίνονταν οι αγώνες.

Ο Πίλγκριμ και ο Μίτσελ ήταν στα χωρίσματά τους ενώ ο Κάρλος με περίμενε στις θέσεις των αθλητών. Εκείνος έκανε ντρεσάζ (ρυθμικός βηματισμός/καλπασμός) οπότε έβγαινε πριν από μένα. Οι πρώτοι διαγωνιζόμενοι στο ντρεσάζ τελείωσαν τα προγράμματά τους χωρίς παραπατήματα και λάθη. Ο έκτος ιππέας υποκλινόταν. Είχε έρθει η ώρα.

Η μουσική άρχισε. Ο Κάρλος τα πήγαινε υπέροχα και ο Μίτσελ φαινόταν πολύ συγκεντρωμένος και σταθερός. Ξαφνικά, δύο πυροβολισμοί, όπως ο αετός τους αιθέρες, έσκισαν την μελωδία στα δυο. Ο επιβήτορας αναστατώθηκε. Σηκώθηκε στα πίσω πόδια, έτοιμος ν'αντιμετωπίσει το τρομερό θεριό που μόνος είχε επινοήσει.

Ο Κάρλος δεν μπόρεσε να κρατηθεί. Πετάχτηκε στον αέρα. Για μια στιγμή μου φάνηκε τόσο αέρινος και ανάλαφρος. Θαρρείς πως πετούσε. Η στιγμή τελείωσε όταν η πλάτη του χτύπησε το έδαφος. Δεν κουνήθηκε. Δεν άνοιξε τα μάτια. Μόνο ανάσαινε. Ένας μορφασμός πόνου καρφωμένος στο πρόσωπό του, σαν εκείνο το κουτάβι που κρατούσε αγκαλιά όταν τον πρωτογνώρισα.

Χωρίς ίχνος δισταγμού πήδησα το φράχτη και μπήκα μέσα. Ο Μίτσελ είχε ησυχάσει και είχε κάτσει ακίνητος δίπλα στον αναβάτη του. Έτρεξα και γονάτισα δίπλα του. Δεν έβλεπα. Δυο ποτάμια ατελείωτα θόλωναν την όρασή μου. Με πηγές, τα μάτια μου. Ή μάλλον, την καρδιά μου. Αφού τον μετέφεραν στο ιατρείο, έκατσα κοντά του.

«Κάρλος;». Καμία απάντηση. «Ξύπνα, σε παρακαλώ!». Βλέφαρο δεν κουνιόταν. «Μίλησέ μου! Μίλα μου για τον ήλιο, για το δάσος, για τα άλογα! Πες μου, τί θα τραγουδήσουν αύριο τα πουλιά; Πόσο θα μουρμουρίσουν τα ρυάκια; Κι ακόμα, θα ξεπεράσουμε τον αετό καλπάζοντας, ή θα μας αφήσει πίσω;».

Τα βλέφαρα τώρα τρεμόπαιξαν. Τα σμαραγδένια μάτια επιτέλους εμφανίστηκαν. Οι πηγές στέρεψαν, τα ποτάμια σταμάτησαν να κυλούν και χαμογέλασα. Τον αγκάλιασα. «Παρόλο που τα έκανα θάλασσα, πιστεύω σ'εσένα. Εσύ. Εσύ θα τα καταφέρεις.», μου είπε. Με κοίταξε στα μάτια και άγγιξε την ψυχή μου. Τα πρόσωπά μας ήταν πολύ κοντά, μια ανάσα το ένα απ'το άλλο. Έγειρε κι άλλο προς το μέρος μου. Το φιλί του είχε γεύση κανέλα. Μου άρεσε. «Ευχαριστώ. Για όλα.», μου είπε τελικά.

Κόκκινη σαν τα φθινοπωρινά φύλλα, έτρεξα στο χώρισμα του Πίλγκριμ που με περίμενε σελωμένος. Η έκφρασή του έλεγε “Έλα. Πάμε να νικήσουμε”. Κι έτσι κάναμε. Μετά από μία εκπληκτική, αλάνθαστη διαδρομή πήραμε ένα 9,981 στα 10 και βρεθήκαμε στην πρώτη θέση. Παρέλαβα το μετάλλιό μου μα δεν σήκωσα το τρόπαιο. Το κράτησα σφιχτά κι έτρεξα πίσω στο ιατρείο. Εκεί το σηκώσαμε μαζί. Γιατί μαζί τα καταφέραμε.

Όμως η ιστορία δεν τελειώνει εδώ. Αργότερα στο νοσοκομείο, μετά από τρεις μέρες ατελείωτων εξετάσεων οι γιατροί έκαναν την αποκάλυψη. Ο χρόνος σταμάτησε. Το δωμάτιο άρχισε να γυρίζει. Τα ποτάμια ξανάρχισαν να τρέχουν. Παραπάτησα μία, δύο, τρεις, κι έπεσα. Σωριάστηκα στα γόνατά μου. Και τότε όλα σκοτείνιασαν.

Ήμουν μέσα σε ένα πηγάδι. Κολυμπούσα με δυσκολία. Το νερό ήταν παχύρευστο, σαν κόλλα. Το φως στην έξοδο ήταν εκτυφλωτικό. Μια σιλουέτα φάνηκε εκεί. Κουνήθηκε. Ένα φίδι κρεμάστηκε δίπλα μου. Κοιτώ καλύτερα. Ένα σχοινί. Το αρπάζω και το κρατώ γερά. Η κόλλα με κρατάει πολύ σφιχτά. Βυθίζομαι και οι παλμοί μου ανεβαίνουν. Για μια στιγμή, σάμπως ζωντανό, το κολλώδες υγρό αναστενάζει. Το φίδι βρίσκει ευκαιρία και με τραβάει στην επιφάνεια. Το φως έρχεται πιο κοντά, πιο κοντά, πιο κοντά, ώσπου...

Ανοίγω τα μάτια. Το φως, η λάμπα στο ταβάνι του νοσοκομείου, είναι τώρα λιγότερο εκτυφλωτικό. Κοιτώ γύρω μου. Είμαι ξαπλωμένη σ'ένα κρεβάτι. Το ρολόι δίπλα μου, δείχνει 2:00π.μ. Ο Κάρλος, μου κρατάει το χέρι, αποκοιμισμένος στη βάση του κρεβατιού. Ανασηκώνομαι. Η καινούργια αναπηρική καρέκλα του, αντανακλούσε το φως του πορτατίφ.

Το πρωί, γυρίσαμε στη φάρμα. Ο Κάρλος, μεγάλη ειρωνεία, ήταν εξαιρετικός προπονητής. Με παρακολούθησε να καλπάζω στο στίβο ολοκληρώνοντας τη διαδρομή χωρίς λάθη, όπως στους αγώνες. Όσο κάναμε προπόνηση, Ο Αλφρέντο παρέλαβε το χρηματικό έπαθλο των 500.000€ και πλήρωσε όλα του τα χρέη.

Φυσικά, οι μέρες πέρασαν και ήρθε η ώρα να φύγω. Δεν το ήθελα. Κανείς απ'τους δυο μας. Ήταν όμως αναπόφευκτο. Φυσικά, τους επισκεπτόμουν κάθε δεύτερο Σαββατοκύριακο. Οι προπονήσεις συνέχισαν και τα βραβεία έπεφταν βροχή. Παρόλο που η ζωή μάς έπαιξε σκληρό παιχνίδι, στο τέλος νικήσαμε. Γιατί ακόμα κι έτσι ήμασταν ευτυχισμένοι.

Όσο για την υπόσχεση, την τηρήσαμε. Δεν χαθήκαμε ποτέ. Όπως τα ρυάκια μουρμουρίζουν, όπως τα πουλιά τραγουδούν και όπως τα άλογα συναγωνίζονται τον αετό καλπάζοντας κόντρα στον άνεμο, έτσι κι εμείς. Αιώνια μαζί. Καλπάζοντας αγαπημένοι.

-Νένη Κάππα (Φεβρουάριος 2018)

 


(Συγγραφικό Σημείωμα: Το συγκεκριμένο διήγημα το έγραψα όταν ήμουν στο Γυμνασίο, και δεν είχα τόση εμπειρία με την πένα μου. Λογικά προσέξατε πως το ύφος μου έχει αλλάξει πολύ από τότε. Παρόλο που γράφω αρκετά διαφορετικά τώρα, αγαπώ αυτό το κομμάτι της συγγραφικής μου πορείας, καθώς ήταν το πρώτο βήμα που -με δουλειά και εξάσκηση- με οδήγησε εδώ που είμαι τώρα. 
Ευχαριστώ για την ανάγνωση!)


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις