Στην άκρη τής στέγης


«Στην άκρη τής στέγης»

κάθομαι στην άκρη τής στέγης

στο μόνο σπίτι

που απέμεινε όρθιο.

αισθάνομαι την τσίγκινη λαμαρίνα

να μου καίει το δέρμα,

μα δεν σηκώνομαι.

άρωμα πολέμου.

 

σκοτεινοί καπνοί

αναδύονται από κάθε γωνιά τής πόλης.

μαζί τους πλανάται στα σοκάκια

νεκρική σιγή

και μυρωδιά καμένης σάρκας.

άρωμα πολέμου.

 

σκιές ανθρώπων

-κούφιων, άδειων-

γλιστρούν ανάμεσα σε αποψιλωμένα όνειρα

κρυφά γλυκόλογα,

χαμένα «Σ’ αγαπώ»,

μάταια ξενύχτια έρευνας,

ερείπια προόδου,

στάχτες ενός πολιτισμού αείβιου

που κατεδαφίστηκε

μέσα σ’ ένα μονάχα φεγγάρι.

το λιμάνι βάφτηκε κόκκινο

κι ο ουρανός το καθρεπτίζει.

άρωμα πολέμου.

 

δεν αντέχω να το βλέπω

μα τα μάτια μου δεν υπακούν

και καλοδέχονται τον οξύ πόνο

που τόσο καιρό είχα να νιώσω.

είναι τα δάκρυα; είναι ο καπνός;

μάλλον και τα δύο…

 

ή ίσως ο φόβος πως

αν κλείσουν

δεν θ’ ανοίξουν ξανά.



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις