Ενοχος ανευ αποδειξεως (Δοκιμιο)


Τι συμβαίνει όταν ένας άνθρωπος οδηγείται ενώπιον του δικαστηρίου με την πρόφαση ενός εγκλήματος για το οποίο δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία; Πως μπορεί ένας αθώος να αποδείξει την αθωότητά του μπροστά στην έδρα, ενώ κατηγορείται για ένα απάνθρωπο έγκλημα χωρίς απόδειξη; Και το σημαντικότερο: πώς μπορεί ο δικηγόρος που τον εκπροσωπεί να γλιτώσει τον πελάτη του από μια ποινή η οποία δεν του αξίζει; Παρακάτω αναλύω γιατί κάτω από τις προαναφερθείσες συνθήκες η αθώωση του κατηγορουμένου είναι το μόνο ορθό αποτέλεσμα.

Αρχικά θα ήθελα να υπενθυμίσω τα θεμέλια του ποινικού δικαστηρίου, βάσει του οποίου ενεργεί το κράτος σε τέτοιες περιπτώσεις. Το κεντρικό πρόσωπο μιας ποινικής δίκης είναι ο κατηγορούμενος. Τα δύο βασικά στοιχεία που προσδιορίζουν τη θέση του κατηγορουμένου είναι αφενός το τεκμήριο αθωότητας και αφετέρου το δικαίωμα δικαστικής ακρόασης, με άλλα λόγια το δικαίωμα να αναπτύξει τις απόψεις του και να αντικρούσει την κατηγορία.

Το τεκμήριο της αθωότητας σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος πρέπει να αντιμετωπίζεται, σε όλα τα στάδια της διαδικασίας και μέχρι την αμετάκλητη ενοχοποίηση και καταδίκη του, ως απλός ύποπτος και όχι ως ένοχος του εγκλήματος που του αποδίδεται. Γι’ αυτό, δεν είναι ο κατηγορούμενος εκείνος που πρέπει να αποδείξει την αθωότητά του. Αντίθετα, απόκειται στην Πολιτεία να αποδείξει την ενοχή του: Αποδεικτέα είναι η ενοχή, όχι η αθωότητα. (Αναγνωρισμένο αξίωμα στη νομική επιστήμη)

Έτσι άλλωστε προκύπτει και η θεμελιακή δικαιική αρχή in dubio pro reo, δηλαδή η αμφιβολία πρέπει de jure να αποβαίνει υπέρ του κατηγορουμένου. Για παράδειγμα, αν οι δικαστές δεν πειστούν πλήρως για την ενοχή του κατηγορουμένου κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, οφείλουν να τον απαλλάξουν από κάθε κατηγορία.

Επιπλέον, θα ήθελα να επικαλεστώ τη Διεθνή Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και ιδιαίτερα το άρθρο 7 (Ισότητα απέναντι στο νόμο), 9 (Όχι στην άδικη κράτηση), 21 (Δικαίωμα στη Δημοκρατία), 30 (Κανένας δεν μπορεί να σου αφαιρέσει αυτά τα δικαιώματα), και 11 (Είμαστε πάντα αθώοι μέχρι αποδείξεως του εναντίου).

Στο άρθρο 11, υποενότητα 1 αναφέρεται συγκεκριμένα πως: «Όποιος κατηγορείται για ποινικό αδίκημα πρέπει να θεωρείται αθώος, μέχρι να διαπιστωθεί η ενοχή του σύμφωνα με το νόμο, σε δημόσια δίκη κατά την οποία θα έχουν εξασφαλιστεί όλες οι απαραίτητες για την υπεράσπισή του εγγυήσεις.». Ενώ στο άρθρο 9: «Κανείς δεν μπορεί να συλλαμβάνεται, να κρατείται ή να εξορίζεται αυθαίρετα.»

Και σας ρωτώ, φιλομαθείς αναγνώστες, δεν είναι αυθαίρετη η επιβολή ποινής σε έναν κατηγορούμενο, σε ένα (υποθετικό) δικαστικό πλαίσιο όπου υπάρχει έλλειψη στοιχείων επί τη βάσει των οποίων καταδικάστηκε;

Θα μπορούσε το αξιότιμο δικαστήριο να ισχυριστεί πως εκπροσωπεί τη Δικαιοσύνη και τη Δημοκρατία, ενώ ο άνθρωπος που εκδικάζεται έχει αναδειχθεί ένοχος άνευ αποδείξεως;

Ως ένθερμη υποστηρικτής των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, και μετά από εις βάθος μελέτη των άρθρων της Διακήρυξης εν συναρτήσει αυτών του Ελληνικού συντάγματος, έχω καταλήξει στο εξής συμπέρασμα: η ενοχή του κατηγορουμένου παραμένει αναπόδεικτη, συνεπώς η καταδίκη του αποτελεί ριζική παραβίαση των δικαιωμάτων του.

Στο υποθετικό σενάριο αυτό λοιπόν, θα έπρεπε να ζητηθεί η πλήρης αθώωσή του, λόγω ανυπαρξίας ενοχοποιητικών στοιχείων και αποδείξεων, ώστε να σεβαστούν τα θεμελιώδη δικαιώματα και οι ελευθερίες του, ως ανθρώπινο ον.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις