Προσωπικό Σχόλιο: «Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969» (Μανώλης Αναγνωστάκης)


«Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969»

Στην οδό Αιγύπτου —πρώτη πάροδος δεξιά—
    Τώρα υψώνεται το μέγαρο της Τράπεζας Συναλλαγών
    Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως.
    Και τα παιδάκια δεν μπορούνε πια να παίζουνε από
             τα τόσα τροχοφόρα που περνούνε.
 
5     Άλλωστε τα παιδιά μεγάλωσαν, ο καιρός εκείνος πέρασε που ξέρατε
    Τώρα πια δε γελούν, δεν ψιθυρίζουν μυστικά, δεν εμπιστεύονται,
    Όσα επιζήσαν, εννοείται, γιατί ήρθανε βαριές αρρώστιες από τότε
    Πλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί, θωρακισμένοι στρατιώτες,
    Θυμούνται τα λόγια του πατέρα: εσύ θα γνωρίσεις καλύτερες μέρες
10   Δεν έχει σημασία τελικά αν δεν τις γνώρισαν, λένε το μάθημα
             οι ίδιοι στα παιδιά τους
    Ελπίζοντας πάντοτε πως κάποτε θα σταματήσει η αλυσίδα
    Ίσως στα παιδιά των παιδιών τους ή στα παιδιά των παιδιών
            των παιδιών τους.
    Προς το παρόν, στον παλιό δρόμο που λέγαμε, υψώνεται
            η Τράπεζα Συναλλαγών
15   —εγώ συναλλάσσομαι, εσύ συναλλάσσεσαι αυτός συναλλάσσεται—
    Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως
    —εμείς μεταναστεύουμε, εσείς μεταναστεύετε, αυτοί μεταναστεύουν—
    Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει, έλεγε κι ο Ποιητής
    Η Ελλάδα με τα ωραία νησιά, τα ωραία γραφεία,
           τις ωραίες εκκλησιές
 
    Η Ελλάς των Ελλήνων.

-Μανώλης Αναγνωστάκης (από τη συλλογή «Ο Στόχος», 1970)


Ανάλυση/Προσωπικός Σχολιασμός:

Το ποίημα αυτό του Αναγνωστάκη έχει μια αρκετά έντονη πολιτική νότα. Οι πολιτικές του διαστάσεις διαφαίνονται σε αρκετά σημεία. Αρχικά, αναφέρεται η Τράπεζα Συναλλαγών η οποία συμβολίζει την οικονομική άνοδο που ήθελαν να επιδείξουν οι δικτάτορες, ενώ στη συνέχεια η αντίθεση μεταξύ τουριστικών και μεταναστευτικών γραφείων υποδεικνύει ότι ενώ υπήρχε, φαινομενικά, πρόοδος, η τάση για μετανάστευση ολοένα και αυξανόταν, λόγω της δυσμενούς πολιτικοοικονομικής κατάστασης που επικρατούσε στη χώρα μεταξύ 1967-74. Στο στίχο 4, ο σημερινός αναγνώστης θα θεωρούσε ως τροχοφόρα τα αυτοκίνητα (άλλο ένα σύμβολο ανάπτυξης) ενώ στη Θεσσαλονίκη -και στην Ελλάδα- του 1969, αυτά ήταν τα τεθωρακισμένα του στρατού, που τρομοκρατούσαν τους πολίτες με τις συχνές διελεύσεις και περιπολείες τους στους δρόμους των πόλεων. Επιπλέον, μέχρι και τα λόγια του πατέρα, ο ποιητής περιγράφει τη συνεχώς επιδεινούμενη κατάσταση της χώρας (Β' Παγκόσμιος Πόλεμος, Κατοχή, εμφύλιος πόλεμος, κατάλυση δημοκρατικού πολιτεύματος) που σχεδόν δεν αφήνει χώρο για ελπίδα. Συμπληρωματικά, η παραπομπή στο Σεφέρη γίνεται λόγω της γνωστής αντίθεσης τού τελευταίου με το δικτατορικό καθεστώς (αξιοσημείωτο γεγονός αποτελεί και η κηδεία του το 1971, η οποία γρήγορα μετατράπηκε σε διαδήλωση υπέρ της δημοκρατίας), αλλά και ο προτελευταίος στίχος, τον οποίο ο σημερινός Έλληνας θα έβλεπε ως κυριολεξία, έχει παντελώς διαφορετική έννοια εν έτει 1969. Τα "ωραία" νησιά, γραφεία, εκκλησίες, αντιστοιχούν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης "εχθρών της Πολιτείας", ανακριτικά γραφεία και χώρους βασανιστηρίων, αλλά και μια Εκκλησία συνεργάτης της χούντας, όπως συμπληρώνεται πολύ εύστοχα και από τον τελευταίο στίχο, ο οποίος υπαινίσσεται το έμβλημα του καθεστώτος «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών».

Αν έπρεπε να ξεχωρίσω το μέρος του ποιήματος με τη μεγαλύτερη βαρύτητα στο θέμα του, αυτό θα ήταν -εκτός του τελευταίου στίχου- οι στίχοι 15 και 17. Κατά τη γνώμη μου, αντιπροσωπεύουν τη συμπεριφορά και τη στάση των δύο διαφορετικών πλευρών κατά την εποχή της χούντας. Η πρώτη, σε σχέση με το στίχο 15, ήταν η πλευρά που συναλασσόταν με το καθεστώς, είτε το υποστήριζε είτε του αντιτίθετο είτε ήταν ουδέτερη. Η δεύτερη, με το στίχο 17 αντίστοιχα, ήταν η πιο τυχερή θα μπορούσαμε να πούμε πλευρά, με άλλα λόγια όσοι κατάφεραν να γλιτώσουν από τη δικτατορία του '67-'74, μια από τις σκοτεινότερες σελίδες στην ελληνική ιστορία, μέσω της μετανάστευσης στο εξωτερικό. Ο τρόπος που ο ποιητής παρουσιάζει αυτή την πραγματικότητα δίνει μια αίσθηση ψυχρότητας στο έργο του και αντικατοπτρίζει με μεγάλη ακρίβεια την ατμόσφαιρα της εποχής. Μια ατμόσφαιρα πλυμμηρισμένη από φόβο, ανασφάλεια και έλλειψη εμπιστοσύνης, ενσωματωμένη σε μία πικρή καθημερινή ρουτίνα η οποία βάραινε τον ελληνικό λαό για 7 ολόκληρα χρόνια.



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις