Για σένα, μαζί με σένα


«Άνοιξα τα μάτια μου. Ο ήλιος με τύφλωσε. Τα ξανάκλεισα. Αφουγκράστηκα τη σιγή. Μόνο το κύμα ακουγόταν να σκάει στην ακρογιαλιά, σαν αλμυρό νανούρισμα. Έκλεισα τις χούφτες μου κι αυτές γέμισαν ζεστή άμμο. Ανασηκώθηκα και κοίταξα γύρω μου, παρατηρώντας τα πτώματα που κοίτωνταν κατά μήκος της ακτής, σαν άψυχα ντουβάρια, αλλοιώνοντας την αγνότητα και τη φρεσκάδα του τοπίου. 
Σηκώθηκα με δυσκολία και άρχισα να περπατώ ανάμεσα στο θάνατο. Αμέσως, με χτύπησαν οι αναμνήσεις σαν το τσουνάμι την Κνωσό. Ακόμα θυμάμαι εκείνο το βράδυ. Και πώς να το ξεχάσω; 
Ήμαστε στο μικροσκοπικό φουσκωτό απ’την ώρα που ο ήλιος τσουρούφλιζε τα πάντα και δύσκολα άγγιζες την επιφάνεια της βάρκας. Δεν μπόρεσα να καταλάβω πόσο διήρκησε το ταξίδι. Ήταν ώρες; Μέρες; Βδομάδες; Δεν έχει σημασία βέβαια...
Το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι είναι το μαύρο. Η θάλασσα, ο ουρανός, τα σύννεφα που έπνιγαν το φως των άστρων• όλα μαύρα, κι εμείς να λέγομε παραδομένοι στη μαυρίλα της νύχτας και της καταιγίδας που άξαφνα μας επιτέθηκε. Κραυγές, πανικός και απόγνωση επικρατούσαν όσο η βάρκα χαροπάλευε καταμεσής του φουρτουνιασμένου πελάγους. Κραυγές που κανείς δεν άκουσε, πανικός που κανείς δεν πρόσεξε, απόγνωση που κανείς δεν κατάλαβε. Πώς θα μπορούσα να τα περιγράψω; Να τα μεταδώσω; Αλήθεια δεν ξέρω.
Συνέχισα να περιπλανούμαι ανάμεσα στα σώματα γνωστών, φίλων, συγγενών ή και αγνώστων με τους οποίους είχα μοιραστεί το φρικτό άλγος του αποχωρισμού. Σε έψαχνα. Ακόμα σε ψάχνω. Σε ψάχνω παντού. 
Στα γράμματά σου, στα βιβλία σου, στις σχολικές σου εργασίες, στις φωτογραφίες που βρίσκονται διασπαρμένες σαν μικροί θυσαυροί στο νέο μου σπίτι. Όλους τους έχω ψάξει, αλλά είσαι ο μόνος που συνεχίζω ν’αναζητώ. Δε μου λείπεις, γιατί σε ψάχνω. Κι όσο σε ψάχνω, σε σκέφτομαι. Κι όσο σε σκέφτομαι, ζω. 
Αδερφέ μου, αγάπη μου, ζωή μου που ζωή δεν έχεις. Ζω για σένα. Γιατί εσύ δεν τα κατάφερες. Ζω, μαθαίνω, βοηθώ, αγαπώ. Για σένα, μαζί με σένα.»
Και μ’αυτά τα λόγια, άφησε το ένα και μοναδικό λευκό ρόδο στο σκούρο μάρμαρο. Σηκώθηκε. Απομακρύνθηκε από τον τάφο του αδελφού της αθόρυβα, σαν φάντασμα. Μετά από έξι ολόκληρα χρόνια, κατάφερε επιτέλους να τον επισκεφτεί.  






Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις